μάνυζα

μάνυζα
μάνυζα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μονοκέφαλον σκόροδον, ὅπερ ἔνιοι μώλυζαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα μανός* και μάνυ* (πρβλ. κόνυζα, μώλυζα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μάνυζα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνυζα — η (ΑM κόνυζα και κνύζα) ονομασία, κοινή σήμερα, τού φυτού Ιnula graveolens τού γένους ίνουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν αρχικός είναι ο τ. κνύζα, θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. νορβ. hnukr «δυνατή οσμή» και να αναχθεί στην ίδια ΙΕ ρίζα με… …   Dictionary of Greek

  • μάνυ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μικρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λ. μανός και μάνυζα] …   Dictionary of Greek

  • μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”